- διαλύσιμος
- -η, -οαυτός που επιδέχεται διάλυση, που μπορεί να διαλυθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξανέριο Λάνδερερ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαλύσιμος — η, ο αυτός που είναι δυνατόν να διαλυθεί: Δεν πιστεύω πως ο γάμος μας είναι διαλύσιμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)